- ἄνιχθυς
- ἄνιχθυς, υ, gen. υος,A without fish,
λίμνη Str.16.1.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίμνη Str.16.1.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άνιχθυς — ἄνιχθυς, υ (Α) (για ποταμούς ή λίμνες) αυτός που δεν έχει ψάρια … Dictionary of Greek
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek